Τότε δεν είχα παιδιά. Με ένοιαζε μόνο να πετάω βελάκια στα ανεξερεύνητα του χάρτη. Ήμουν 28 και ακόμα νόμιζα ότι τα ήξερα όλα.
Τα έκρινα όλα κάτω από έναν τεράστιο φακό ανωριμότητας και ξερολίασης. Μέσα σε όλα όσα πίστευα ότι γνώριζα, ήξερα και τη μάνα θα ήμουν. Με ονειρευόμουν καλοχτενισμένη και υπέροχη, με ένα παιδί βγαλμένο, λες από τα περιοδικά, του κουτιού, καλοχτενισμένο, όμορφο, ντυμένο με την τελευταία λέξη της μόδας και κυρίως ήσυχο. Φανταζόμουν ένα 2χρονο που δεν θα λερωνόταν ποτέ, που δεν θα γκρίνιαζε ποτέ, γιατί θα το είχα μεγαλώσει με κλασική μουσική και ελεύθερο μέσα στη φύση, κάπως σαν τα μοσχάρια της Ημαθίας, που είχα διαβάσει κάπου, ότι τρέφονται με γκουρμέ τροφές και ακούνε Μότσαρτ.
Για χρόνια ολόκληρα κυκλοφορούσα με ανασηκωμένο φρύδι ανάμεσα σε μαμάδες και σκεφτόμουν, πως όλες, μα όλες έκαναν κάτι λάθος. Μαμάδες εξουθενωμένες που έσερναν μαινόμενα παιδιά από το χέρι στα σούπερ μάρκετ, μαμάδες που κουβαλούσαν το σπίτι τους στην παραλία για ένα απλό μπάνιο με το μωρό, μαμάδες που κυνηγούσαν μωρά στα πάρκα με ένα κουτάλι φορτωμένο κρέμα, ή ένα φρούτο κομμένο σε μικροσκοπικά κομματάκια, μανάδες σε απόγνωση που πάλευαν να ντιλάρουν πεισματάρικα μικρά που έσκουζαν γιατί δεν ήθελαν να φάνε αυτό ή εκείνο, που κλωτσούσαν γιατί δεν ήθελα να καθίσουν άλλο στην καρέκλα του εστιατορίου, παιδιά μουτρωμένα, βρώμικα από χώματα, πασαλειμμένα με σοκολάτες σε πάρτι, παιδιά ζημιάρικα που είχαν σπάσει ένα βάζο, είχαν λεκιάσει μια κουρτίνα και γενικά είχαν φέρει τον κόσμο ανάποδα.
Η άγνοια φέρνει υπεροψία και με μια τέτοια ζούσα κάθε φορά που ένα παιδί δεν φερόταν σωστά, όπου “σωστά” για μένα σήμαινε, άντε να αναπνέει, και αν είναι να παίξει, να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά του κι αυτό με ηρεμία. Αναρωτιόμουν πως γίνεται και όλες αυτές οι μαμάδες δεν μπορούν να επιβληθούν σε ένα δίχρονο, μία πεντάχρονη, σε ένα “σκατό” τέλος πάντων, που κάνει τον κόσμο άνω κάτω; Νόμιζα ότι το παιδί είναι σαν το σκυλί, που θα του πεις “κάτσε”, θα του δώσεις μια κροκέτα και θα συνεχίσεις να απολαμβάνεις τον καφέ σου.
Διαπιστώνοντας πως οι μαμαδοφυλές μου χτυπούσαν στο παρασυμπαθητικό φρόντιζα πάντα να πηγαίνω σε μέρη χωρίς παιδάκια για να μην ενοχλούμαι. Με εκνεύριζαν αφόρητα στα εστιατόρια όταν έτρεχαν γύρω γύρω από τα τραπέζια και δεν βιδωνόντουσαν στιγμή στην καρέκλα τους. Με έβγαζαν από τα ρούχα μου στις παραλίες όταν μου πετούσαν άμμο κατά λάθος που κολλούσε πάνω στο υπέροχο αντηλιακό μου με άρωμα καρύδας. Δεν τα άντεχα σε παραστάσεις και σε κλειστούς χώρους, όταν έκλαιγαν σπαρακτικά και δεν με άφηναν να απολαύσω το θέαμα που είχα επιλέξει να δω.
Εκτός των άλλων, είχα γίνει ο εφιάλτης των φίλων μου, που είχαν παιδιά, καθώς είχα πάντα μια συμβουλή να δώσω ή μια παρατήρηση να κάνω. “Δεν είναι σωστό που κοιμάσαι μαζί του, θα τον κάνεις μαμάκια”. “Πρέπει να είσαι σταθερή στις “τιμωρίες”, το λέει ο τάδε παιδοψυχολόγος, “Τι θα πει δεν θες να την στενοχωρήσεις, όχι, δεν πρέπει να της περάσει” και άλλα πολλά παιδαγωγικά και υπέροχα θεωρητικά που μόνο όποιος βρίσκεται εκτός χορού, μπορεί να πει, χωρίς να σκεφτεί.
Όλα αυτά έλαβαν τέλος, όπως ήταν αναμενόμενο, όταν έγινα μητέρα. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί. Ξέρετε και ξέρω κι εγώ πια. Αν θα έπρεπε να στείλω μηνύματα απολογίας σε όλους όσους πλήγωσα ή έκρινα χωρίς να σκεφτώ, θα έγραφα ακόμα. Είναι πολύ λογικό όταν δεν έχεις παιδιά, να βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά. Και έτσι πρέπει, γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσεις να απολαύσεις την εμπειρία του να είσαι μαμά και να διαχωρίσεις τις περιόδους της ζωής σου. Απλά είναι καλύτερα να το βουλώνεις που και που. Γιατί μόνο όταν μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου, μπορείς να καταλάβεις πώς νιώθει. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τη μητρότητα.