«Ενας αλλιώτικος κόσμος είναι εφικτός», θα το έχετε ακούσει – και, «γίνε η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο». Ο Γκάντι το είπε αυτό το τελευταίο – το ‘πε και το ‘κανε.
Συχνά αναρωτιέμαι γιατί κάνουμε παιδιά. Όχι επειδή μετάνιωσα που έκανα εγώ, το αντίθετο θα έλεγα. Τα παιδιά μου είναι οι μεγάλοι μου δάσκαλοι. Αλλά αναρωτιέμαι, γενικά, παρατηρώντας γύρω μου. Άλλοι άνθρωποι φαίνεται να κάνουν παιδιά επειδή έτσι κάνει όλος ο κόσμος που παντρεύεται: τα παιδιά φαίνεται να είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στη συζυγική ευτυχία. Άλλοι, φαίνεται καθαρά, θέλουν απαραιτήτως να έχουν κάποιον να φροντίζουν, κάποιον να αγαπούν «δικό τους», που δεν θα τους αφήσει, δεν θα τους απογοητεύσει (κούνια που τους κούναγε, λέω, αυτούς!), που πάντα θα τους αγαπάει χωρίς όρους… Άλλοι κάνουν παιδιά επειδή «έτυχε», «ήρθαν», άλλοι πάλι «κατά τύχη». Άλλοι από ρομαντική διάθεση (ανάμεσα στην πρώτη και στην τελευταία κατηγορία). Άλλοι γιατί θέλουν να κρατήσουν κοντά τους το σύντροφό τους. Άλλοι επειδή θέλουν να «συνεχίσουν το όνομά τους» και την «οικογενειακή παράδοση». Άλλοι επειδή νοσταλγούν την εγγύτητα και την αγάπη της πατρικής/μητρικής τους οικογένειας, και θέλουν αυτό να το αναπαράγουν…
Εγώ, πάλι, ήθελα ν’ αλλάξω τον κόσμο. Το πρώτο μου παιδί έγινε μάλλον «κατά τύχη», δηλαδή, δεν το είχα σκεφτεί, δεν το είχα προγραμματίσει, δεν είχα φανταστεί ποτέ τον εαυτό μου μαμά. Η νέα ζωή, βέβαια, δεν άργησε καθόλου να με συναρπάσει ως ιδέα (παρόλο που στην πράξη οι αλλαγές που επέφερε στο σώμα μου και στην καθημερινότητά μου ήταν συνταρακτικές και δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ). Μου άρεσε η αίσθηση του «2-σε-1», και επικοινωνιακή καθώς είμαι, άρχισα πολύ νωρίς να «μιλάω» και να τραγουδάω στο μωρό…
Το δεύτερο παιδί ήρθε για παρέα στο πρώτο, γιατί όπως λένε «ένα παιδί ίσον τρεις παράφρονες στο σπίτι» και δεν είχα πρόθεση να παραφρονήσω! Το τρίτο ήρθε κατά παραγγελία, τρόπον τινά, του πρώτου, και για να επιφέρει μία ισορροπία που διαισθανόμουν ότι θα έλειπε από την οικογένεια χωρίς αυτό. Όταν λέω «κατά παραγγελία του πρώτου», υπάρχει μία ιστορία εδώ: μικρούλα, η πρώτη, μου λέει «μαμά, θέλω να μου κάνεις ένα αδελφάκι αγοράκι». Της λέω, «εγώ να σου κάνω αδελφάκι, αλλά δεν μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα είναι αγοράκι» «Γιατί;» «Έτσι, βρε παιδάκι μου, ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε ή να πούμε αν ένα παιδί θα είναι αγοράκι ή κοριτσάκι από πριν να μπει στην κοιλίτσα μας» «Γιατί;» (τι να της πω τώρα, δεν μου βγαίνει – οπότε το ρίχνω στη μεταφυσική) «Γιατί ο καλός θεός μπορεί να θέλει να μας μάθει κάτι μέσα από ένα κοριτσάκι, που να μην μπορούμε να το μάθουμε μέσα από ένα αγοράκι» «Κοίτα, μαμά, ο καλός θεός σου έδωσε δύο κοριτσάκια – ότι είναι να μάθεις μέσα από τα κοριτσάκια θα τα μάθεις από μας. Αγοράκι θα κάνεις!» Κανονική παραγγελία, μιλάμε. Ομίλησε ο στρατηγός, και τα σκυλιά δεμένα. Ας τολμούσε ο «καλός θεός» να κάνει κι αλλιώς!!!
Τα οράματά μου για τον κόσμο ήταν πολλά και ποικίλα. Για τις σχέσεις των ανθρώπων, την οικονομία, την εκπαίδευση, την παγκόσμια ειρήνη, το σεβασμό της γης… Αυτά συνήθως τα έχεις κανείς στην εφηβεία του. Εγώ άργησα (η εφηβεία μου ήταν βασανιστική και άγρια, δεν υπήρχε πολύ περιθώριο για τέτοιες σκέψεις!), και μου μείνανε!!! (Απόδειξη ότι την επανάστασή του πρέπει να την κάνει κανείς τότε που πρέπει, αλλιώς ιδού τα’ αποτελέσματα!)
Και είπα: δεν μπορώ να περιμένω να υλοποιήσουν άλλοι τα οράματά μου, δεν μπορώ να περιμένω ποια κυβέρνηση θα κάνει νόμους έτσι όπως τους σκέφτομαι, και πότε θα ωριμάσει η κοινωνία για να τους δεχτεί, δεν μπορώ να αναγκάσω κανέναν να σέβεται είτε τη γη είτε τον εαυτό του! Ιδού η ευκαιρία. Θα ζήσω με τις αξίες που έχω μέσα μου (και δεν θα τις κρύβω, για να είμαι πιο αποδεκτή) και έτσι θα εκπαιδεύσω τα παιδιά μου. Αυτό δεν ήταν κάτι που μου ήρθε εν μία νυκτί – σταδιακά το συνειδητοποιούσα, στην κάθε μου κίνηση και στον κάθε μου λόγο ή σκέψη προς τα παιδιά.
Δεν θα πω τίποτα για τις εγγενείς δυσκολίες που βρίσκει κανείς από μέσα του, από τον ίδιο του τον εαυτό, όταν πάει να ζήσει σύμφωνα με τις αξίες που θεωρεί πολύτιμες στη ζωή του, χωρίς εκπτώσεις. Αυτό είναι μία πονεμένη ιστορία, που βάζει σε δοκιμασία τόσο το άτομο όσο και τις αξίες του, και ενέχει μία συνεχή διαπραγμάτευση με την τρέχουσα ιδεολογία και πραγματικότητα. Η οποία τρέχουσα ιδεολογία και πραγματικότητα δεν είναι και πολύ αισθητή μέχρι το παιδί να πάει σχολείο… Εδώ γελάμε. Θα μπορούσαμε και να κλαίμε, δηλαδή, αλλά γελάμε. Γιατί όταν πάνε σχολείο τα παιδιά του αναμετράται κανείς με την εικόνα της κοινωνίας, και τη σχέση που έχει (ή θέλει να έχει, ή προσπαθεί να του επιβληθεί να έχει) μαζί της.
Ένας μικρός διάλογος μόνο, που κάτι «λέει». Το σκηνικό: είχαμε πάει με την κόρη μου σε κάποια μεγάλη εκδήλωση (αντιρατσιστικό φεστιβάλ; Το κοινωνικό φόρουμ που είχε γίνει στην Αθήνα πριν χρόνια) είχαμε περάσει καλά, είχαμε δει φίλους και γνωστούς, είχαμε ακούσει πολλές γλώσσες να μιλιούνται γύρω μας και πολλές μουσικές, και φεύγοντας μου λέει. «Μαμά, πολύ μου άρεσε που ήρθαμε εδώ» «Α, μπράβο, μωρό μου! Γιατί;» «Γιατί βλέπω ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σαν και σένα»…