Μαμά σημαίνει αγάπη, φροντίδα, ζεστασιά. Κι όλα αυτά μεταφράζονται πολλές φορές σε ένα πιάτο νόστιμο φαγητό. Με την αγάπη της μαμάς και τη μαεστρεία της γιαγιάς, γιατί οι μαμάδες μας και οι γιαγιάδες μας μάς έμαθαν να φτιάχνουμε μαμαδίσια φαγητά.
Για κάποιες μαμάδες αυτή η μαμά κι αυτή η γιαγιά ήταν η κυρία Βέφα Αλεξιάδου που σήμερα έφυγε από τη ζωή. Βλέπαμε τα βίντεό της, μας μάθαινε κόλπα που δεν γνωρίζαμε για τον κιμά. το παστίτσιο, το σωστό ψήσιμο. Πάρα πολλά. Κι εμείς γινόμασταν καλύτερες και πέρναμε τα εύσημα. Γιατί κι εκείνη αυτό ήθελε. Να παίρνουμε μπράβο από τα παιδιά μας και πολλά “η μαμά μου φτιάχνει τα καλύτερα μακαρόνια με κιμά”! Κι αυτό μας το χάρισε η κυρία Βέφα.
Όπως είχε γράψει σε παλιότερο άρθρο της η Γιώτα Στεφάνου, η αγαπημένη μας μαγείρισσα μας έμαθε να μαγειρεύουμε:
“Μέχρι τα 30 μου ήμουν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Δεν μαγείρευα ποτέ, έτρωγα μόνο όταν πεινούσα. Η πιο υγιεινή προσέγγιση της διατροφής μου ήταν η πίτσα. Και το τυράκι της το έχει, σκεφτόμουν, και το ζαμπονάκι της και ντοματούλα, μανιτάρι, πιπεριά, τρως την πρωτεΐνη, τρως και το σαλατικό. Γενικώς, το φαγητό και η μαγειρική δεν συμπεριλαμβανόταν στα ενδιαφέροντά μου. Μπορούσα να φάω φρυγανιές με μαγιονέζα – πάνω από τον νεροχύτη της κουζίνας, για να μη λερώσω πιάτο, για να μην κάνω και ψίχουλα – και να νιώσω απολύτως καλυμμένη διατροφικά.
Μετά παντρεύτηκα, αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Απλώς αντί για μία πίτσα, παραγγέλναμε δύο. Αντί για δύο φρυγανιές με μαγιονέζα, ετοίμαζα δέκα. Ωραίες εκείνες οι μέρες!
Και μετά ήρθαν τα παιδιά… Δυστυχώς, ένα βρέφος 6 μηνών δεν μπορεί να φάει πίτσα – ο παιδίατρος ήταν κάθετος σε αυτό. Έπρεπε να μάθω να μαγειρεύω. Πόσο δύσκολο μπορούσε να’ ναι ένα τέτοιο σπορ; Είχα τελειώσει πανεπιστήμιο, είχα κάνει καγιάκ στον Βοϊδομάτη, είχα κάνει μέχρι σέρφινγκ ανοικτά της Πάρου. Ψημένη κοπέλα, δηλαδή.
Ξεκίνησα από το Α. Από τη θεωρία. Γιατί η γνώση δίνει δύναμη. Προμηθεύτηκα οδηγούς μαγειρικής, είδα βίντεο της Βέφας και του Μαμαλάκη, το έψαξα το θέμα ενδελεχώς. Το σπούδασα. Για όσους δεν το γνωρίζουν, πρέπει να πω πως, πριν μαγειρέψεις, πρέπει να προμηθευτείς υλικά για μαγείρεμα. Και όχι ό,τι κι ό,τι. Καλά υλικά, όλοι οι σεφ το λένε, τα καλά υλικά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή γεύση. Άρχισα να τρέχω στις λαϊκές και στα βιολογικά μανάβικα. Για τα παιδιά αγοράζαμε, βέβαια, μόνο βιολογικά λαχανικά. Όσο πιο ζαρωμένο και σκουληκιασμένο ήταν ένα προϊόν, τόσο πιο υγιεινό- απαλλαγμένο από ψεκασμούς, καλλωπισμούς και φυτοφάρμακα. Οι τιμές των βιολογικών «έτσουζαν». Όταν είχαμε κόσμο και ζητούσα από τον άντρα μου να πιάσει κανά κρεμμύδι για να κόψω στη χωριάτικη, εκείνος ρωτούσε συνωμοτικά:
«Από τα «καλά» κρεμμύδια ή από τα «άλλα»;
«Από τα ‘άλλα’, βέβαια!» απαντούσα. «Τα ‘καλά’ είναι για τα παιδιά!!!» (Λυπάμαι που έκανα διακρίσεις, αλλά, μάνα είμαι, θα με καταλάβετε…)
Με τα πολλά έμαθα να μαγειρεύω. Οι κρεατόσουπες και οι χορτόσουπες είναι απλές, όλα μπλουμ στο νερό. Επιπλέον, τα βρέφη δεν μιλάνε, δεν μπορούν να σου πουν:
«Πάρε από μπροστά μου την κρεατόσουπα, είναι χάλια, κάνε 2-3 τηγανητά αυγά».
Βέβαια, σταδιακά, τα βρέφη μεγαλώνουν, γίνονται παιδιά. Κι αποκτούν και δόντια, και ομιλία και άποψη. Οπότε σου λένε:
«Η κρεατόσουπα είναι άνοστη, είναι ανάλατη, είναι βαρετή, στο νοσοκομείο έμαθες να την φτιάχνεις έτσι νερόβραστη;»
Και τότε, ταπεινωμένη από αυτές τις παρατηρήσεις, πρέπει να αλλάξεις κατηγορία ως μαγείρισσα. Να αναβαθμιστείς. Να μάθεις να κάνεις κιμά με μακαρόνια, γιουβαρλάκια αυγοκομμένα, κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες. Αλλά έρχεται η στιγμή που ακούς:
«ΠΑΛΙ γιουβαρλάκια;» οπότε αρχίζει το άγχος. Ξυπνάς και κοιμάσαι με την αγωνία:
«Τι θα μαγειρέψω αύριο;»
Αρχίζεις την επέκταση σε παραδοσιακά φαγητά: ντολμαδάκια, γεμιστά, παστίτσιο. Περνάς ατέλειωτες ώρες γεμίζοντας ντομάτες, τυλίγοντας σφιχτά τους ντολμάδες, στρώνοντας στρώσεις στα παστίτσια. Αλλάζεις κατηγορία ως μαγείρισσα, αλλάζεις κι ως γυναίκα. Πού να τρέχεις για κομμωτήριο, θέλουν μουσακά σήμερα, δεν προλαβαίνεις… Γιατί να φτιάξεις τα νύχια, έχεις να καθαρίσεις ψάρια, τα θέλουν πλακί αλά Σπετσιώτα. Συχνάζεις τόσο πολύ μέσα στην κουζίνα, που στην δουλειά καταλαβαίνουν από την αύρα των μαλλιών σου τι φαγητό μαγείρεψες την προηγούμενη (Σουτζουκάκια τους έφτιαξες χθες;). Αλλά γίνεσαι όλο και καλύτερη, διαβάζεις, ενημερώνεσαι, προπονείσαι, φτάνεις να μαγειρεύεις Ταϊλανδέζικο μέσα σε φύλλα μπανανιάς. Αλλά τα παιδιά ξινίζουν τα μούτρα με απαξίωση:
«ΠΑΛΙ Ταϊλανδέζικο σε φύλλα μπανανιάς; Δεν φτιάχνεις κανά τηγανητό αυγό;»
Την επόμενη, στη δουλειά, καθώς μυρίζουν τα μαλλιά σου, μαντεύουν:
«Χα, χα, και Ταϊλανδέζικο ΚΑΙ τηγανητά αυγά τους έκανες χθες;»
Ωστόσο, όλη αυτή η αμφισβήτηση των δυνατοτήτων σου σε πεισμώνει. Μπορείς και καλύτερα. Θα το αποδείξεις! Φτάνεις στο απόγειο της μαγειρικής σου τέχνης: ανοίγεις μέχρι φύλλο για πίτα. Όταν γυρίζουν από το σχολείο, τους παρουσιάζεις στριφτή τυρόπιτα Θεσσαλίας (χρόνος παρασκευής και ψησίματος 3 ώρες, βαθμός ακαταστασίας στην κουζίνα: 15 στα 10). Αλλά τα παιδιά είναι πια στην εφηβεία – πως δεν το πρόσεξες; – και όταν βλέπουν την παραδοσιακή πίτα, κάνουν «μπλιάχ!» και παραγγέλνουν από μόνα τους πιτόγυρα και τηγανητές πατάτες. Παθαίνεις νευρικό κλονισμό, πας στη ψυχολόγο, ζητάς ηρεμιστικά, αγχολυτικά, υπναγωγά και καμία Γαλλική συνταγή (έχει σπουδάσει στο Παρίσι). Κατεβάζει στη μύτη της τα γυαλιά, παίρνει το επιστημονικό της ύφος και σου λέει:
«Δοκίμασες να παραγγείλεις καμιά πίτσα; Και την πρωτεΐνη της την έχει, και το σαλατικό της – ντοματούλα, μανιτάρι, πιπερίτσα…»
Την ακούς, είναι επιστήμονας, έχει σπουδάσει στο Παρίσι“.