«Όπως θα γνωρίζετε πολύ καλά, η εταιρεία μας, εδώ και αρκετό καιρό, αναγκάζεται να μειώσει το προσωπικό της…», όχι, όχι, όχι, δεν μπορεί, ή μάλλον μπορεί, συμβαίνει, ο κόσμος πετιέται στο δρόμο κάθε μέρα, «…και δυστυχώς, παρόλο που προσωπικά δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο από τη συνεργασία μας τόσα χρόνια…», τον Πέτρο τον έδιωξαν πριν από δεκαέξι μήνες, «αυτή θα πρέπει να λήξει εδώ…», και ακόμα δεν έχει βρει δουλειά, «…λυπάμαι». Όχι, δεν λυπάσαι! Για την ακρίβεια δεν σου καίγεται καρφί! Ο Πέτρος είναι εκεί έξω και έχει λιώσει να ψάχνει.
Γυρνάω στο γραφείο μου και αναρωτιέμαι πως θα χωρέσουν σε μία χάρτινη κούτα δεκατέσσερα χρόνια εδώ μέσα. Συνειδητοποιώ σε πέντε μόνο λεπτά πως τα προσωπικά μου αντικείμενα δεν ήταν τελικά ούτε τα αγχωμένα πρωινά να είμαι πάντα εκεί ακριβώς στις οκτώ, ούτε τα καθημερινά δεκάωρα, ούτε εκείνα τα Σαββατοκύριακα, που στέρησα από τα παιδιά μου, ούτε ο τελευταίος καφές της ημέρας με τους συναδέλφους μου, ούτε οι προαγωγές, ούτε οι αδικίες, ούτε οι καλοκαιρινές άδειες και πως τα μόνα, που μπορώ να πάρω μαζί μου φεύγοντας, είναι δυο κορνίζες με φωτογραφίες από τα γενέθλια των παιδιών, η μολυβοθήκη, που είχα αγοράσει σε ένα ταξίδι στο Λονδίνο, μια κρέμα για τα χέρια και η κούπα του καφέ. Την πιάνω στα χέρια και την κοιτάζω. Έχει ένα ράγισμα σε μια άκρη. Έλεγα καιρό τώρα να την αλλάξω και όλο δεν προλάβαινα. Τώρα θα έχω περισσότερο χρόνο. Χρόνο, που έψαχνα χρόνια ολόκληρα και δεν έβρισκα πουθενά.
«Μην στεναχωριέσαι», με αγκαλιάζει η Χριστίνα.
«Τώρα θα έχω περισσότερο χρόνο», της λέω χωρίς να την κοιτάζω. Θα μπορούσε να βρίσκεται εκείνη στη θέση μου. Αλλά, μόλις φύγω, θα κάτσει ξανά στο γραφείο της, μέχρι να τελειώσει το ωράριό της, σοκαρισμένη, φοβισμένη, μα ανακουφισμένη. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Σκέφτομαι αυτήν την νοοτροπία που έχει εγκατασταθεί για τα καλά, εδώ και πέντε περίπου χρόνια, στα εγκεφαλικά μας κύτταρα σαν ιός κακός και παγώνω.
«Να κανονίσουμε το Σαββατοκύριακο για καφέ».
Λέω «ναι» και οι αγκαλιές είναι σφιχτές, να μην χωράει να περάσει ανάμεσα ούτε ο αέρας. Επιλέχθηκα εγώ. Θυμώνω. Φοβάμαι. Σηκώνω την σχεδόν άδεια κούτα με τα δύο μου χέρια. Ο Γιώργος πάει να με βοηθήσει. Του κάνω νόημα «δεν χρειάζεται». Τους κοιτάζω, και νοερά ανοίγω την πόρτα του διευθυντή μου, ακουμπάω την κούτα μου στο πάτωμα και κάθομαι απέναντί του. Του προτείνω να με ανταλλάξει με κάποιον άλλον. Οποιονδήποτε άλλον. Και αυτός δέχεται και επιστρέφω στο γραφείο μου. Ανοίγω τον υπολογιστή μου, βάζω τις κορνίζες και τη μολυβοθήκη στη θέση τους, κοιτάζω την ανταλλαγή μου να μαζεύει τα δικά του προσωπικά αντικείμενα και αυτός ο κανιβαλισμός μου δίνει πίσω το αύριο και την αξιοπρέπεια, που μόλις έχασα.
Δεν θέλω να αποχαιρετήσω κανέναν στον διάδρομο φεύγοντας, αλλά το κάνω. Περπατάω και το κάνω. Σκέφτομαι σε κάθε βήμα πως η Αθήνα καιγόταν πάλι προχθές. Διαμαρτυρίες, πορείες, διαδηλώσεις. Πέντε χρόνια τώρα, δεν κατέβηκα ούτε σε μία. Καθόμουν στον αναθεματισμένο καναπέ και έβλεπα ειδήσεις μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Κάθε βράδυ οι λογαριασμοί απλωμένοι στο τραπέζι να περιμένουν την πρώτη του μήνα και μέχρι τις δέκα να μην έχουν αφήσει όρθιο τίποτα. Είχα την δουλειά μου, όμως. Είχα την ψευδαίσθηση πως όλο αυτό θα περάσει και εγώ θα τα έχω καταφέρει.
«Ό,τι χρειαστείς, είμαι εδώ», λέει κάποιος και ξέρω πως το εννοεί, όπως και ξέρω πως σε έξι μήνες από τώρα, που δεν θα έχει μείνει ίχνος από την κουτσουρεμένη μου αποζημίωση, δεν θα ζητήσω βοήθεια από κανέναν, όπως ακριβώς και όσοι έφυγαν πριν από εμένα δεν μου ζήτησαν τίποτα ποτέ. Χτυπάει το κινητό και είναι ο γιός μου.
«Μαμά, πήρα δέκα στη γεωγραφία!», λέει, αλλά ξαφνικά αυτό είναι λίγο και δεν μου φτάνει. «Μαμά, να μου φέρεις…», κλείνω το τηλέφωνο και το πετάω μέσα στην τσάντα. Θέλω να πετάξω την κούτα με τα πράγματά μου από το παράθυρο, γιατί τo «άδειο» της με βαραίνει πολύ και ιδρώνω.
Φτάνω στο ασανσέρ και πατάω με το σαγόνι το κουμπί. Μία και μισή. Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει το κορίτσι της αλληλογραφίας. Στέκεται και με κοιτάζει. Μπαίνω μέσα και περιμένω έναν αιώνα να κλείσουν οι αυτόματες πόρτες. Ακουμπάω με την πλάτη στον τοίχο της καμπίνας και στριμώχνω τα δάκρυα μου σε δύο ορόφων χρόνο. Ανοίγω το πορτ μπαγκάζ και πετάω την κούτα μέσα. Βάζω το κλειδί στη μηχανή και στο ραδιόφωνο μια τσιριχτή φωνή περιμένει το καλοκαίρι, για να βγει στις παραλίες.
«Άι σιχτίρ, χαζιοβόλες, εσείς και οι παραλίες σας».
Εγώ χθες άρχισα δίαιτα, για το καλοκαίρι. Σούπερ μάρκετ πήγα προχθές. Για αύριο χρειάζομαι μόνο γάλα. Να σταματήσω να πάρω τσιγάρα και τα αυτοκόλλητα του μικρού.
Γιατί σε εμένα; Γιατί δεν ήμουν πια απαραίτητη; Γιατί έπρεπε εγώ να παραδώσω τα αρχεία μου στους άλλους;
Χτυπάει το κινητό. Η μάνα μου. Το απενεργοποιώ. Δεν θέλω να πάω σπίτι ακόμα. Έχω χρόνο. Αν ήταν ανάγκη; Το ανοίγω και την παίρνω τηλέφωνο.
«Συμβαίνει κάτι επείγον;». Τίποτα δεν συμβαίνει. Το απενεργοποιώ ξανά και το πετάω στο κάθισμα δίπλα μου. Σταματάω στο φανάρι και ο ήλιος με θαμπώνει. Στον τοίχο απέναντι ένα γκράφιτι λέει «Πού είσαι;».
Οδηγώ στη Σόλωνος και περνάω έξω από τη Νομική. Κάποιος ψάχνει στα σκουπίδια. Με την πρώτη είχα περάσει, θυμάμαι. Ανάβω τα αλάρμ και μπαίνω σε ένα parking, λίγο πιο κάτω. Διάβασμα πολύ. Ούτε πάρτι, ούτε αγόρι. Αρχαία, Λατινικά, Έκθεση, Ιστορία. Εκείνη την ιστορία, την βραδιά πριν δώσω εξετάσεις, την είχα απαγγείλει όλη στη μάνα μου. Δεν είχα ξεχάσει ούτε λέξη. Τρεις ώρες και ένα τέταρτο καθόταν η κακομοίρα με το βιβλίο ανοιχτό στα χέρια και άκουγε.
Περπατάω και φτάνω απέξω. Κάθομαι στα σκαλιά και μού έρχονται στο μυαλό τα μαθήματα που μάζευα στις εξεταστικές του Σεπτεμβρίου οι καφέδες με τους φίλους και οι έρωτες. Εκείνο το Διεθνές Δίκαιο να μην περνιέται με τίποτα…
Τι θα πω στα παιδιά μου; Στη μάνα μου; Στις πέντε η Άννα έχει μπαλέτο. Σκέφτομαι πως το Σάββατο έκλεισα ραντεβού για να βάψω τα μαλλιά μου και τα ασήμαντα γίνονται τώρα σημαντικά.
Ακούω σειρήνες. Δύο περιπολικά προσπερνάνε ένα λεωφορείο. Το βλέμμα μου πέφτει σε έναν άντρα, γύρω στα πενήντα, που κάθεται στη στάση απέναντι και κοιτάζει συνεχώς το πεζοδρόμιο. Το λεωφορείο σταματάει και τα κρύβει όλα. Ξεκινάει και αφήνει τον άντρα αυτόν στην ίδια θέση. Περνάει και άλλο λεωφορείο και εκείνος καρφωμένος εκεί. Στην ιστορία, που φτιάχνω, η γυναίκα του τον περιμένει στο σπίτι. Ζουν μόνοι. Εκείνης της αρέσει η καλή ζωή. Μια μικροαστή, που ψάχνει κάθε φορά στο Αθηνόραμα τα καινούρια εστιατόρια και τον πρήζει μετά να πάνε. Αυτός της λέει πως δεν πρέπει να κάνουν έξοδα, αλλά όταν κοιτάζει τα μάτια, που κάποτε ερωτεύτηκε πολύ αποφασίζει να μην της ξαναχαλάσει χατίρι. Θα πάνε και εκείνη, όλο το βράδυ θα τον ρωτάει τι έχει και εκείνος δεν θα θέλει να της πει πως μόλις έχασε τη δουλειά του. Δεν θα της το πει. Θα ξυπνάει, κάθε πρωί, την ίδια ώρα, θα ετοιμάζεται δήθεν για το γραφείο, θα τη φιλάει, θα κλείνει μαλακά την πόρτα πίσω του, θα ξαναγυρνάει το απόγευμα. Δεν αντέχει να την στεναχωρήσει. Θέλει να την αφήσει να ξοδέψει και το τελευταίο τους ευρώ σε αυτά που της αρέσουν. Και μετά, μια ωραία μέρα, θα αναγκαστεί να της δείξει τους άδειους λογαριασμούς.
«Ένα μάλμπορο θα μου δώσετε;»
Έχει ζέστη. Οδηγώ πάντα χωρίς κλιματισμό. Βάζω ραδιόφωνο. Όχι ραδιόφωνο. Είναι είκοσι δύο του μήνα. Το ενοίκιο το έδωσα. Ξέχασα τα αυτοκόλλητα του μικρού.
Κολλάω και τα δύο μου χέρια στην κόρνα. Την πατάω με όλη μου τη δύναμη. Δεν με ενδιαφέρει αν με κοιτάνε. Δεν με ενδιαφέρει.
Ξεκλειδώνω την πόρτα του σπιτιού μου. Τα παιδιά μαλώνουν στο σαλόνι. Η μάνα μου τους στύβει πορτοκάλια.
«Μαμά, μου έφερες τα αυτοκόλλητά μου;», τρέχει ο Λευτέρης.
Η μάνα μου γυρνάει να με κοιτάξει.
«Καλώς την!»
«Γιαγιά δεν θέλω πορτοκαλάδα», της φωνάζει η Άννα.
«Αύριο τους έδωσαν χαρτί πως το σχολείο θα είναι κλειστό», μιλάει δυνατά, για να καλύψει το θόρυβο του ηλεκτρικού στίφτη, «μπορείς να αργήσεις λίγο στο γραφείο, για να πεταχτώ πριν έρθω από τη λαϊκή;»
«Μπορώ» της απαντάω και πετάω το κλειστό κινητό στον καναπέ.