Κάποτε η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το τραπέζι για το μεσημεριανό στις δύο ακριβώς. Ο πατέρας, η μητέρα, η αδελφή μου κι εγ’ω. Η ώρα ήταν αυστηρή και δεν παρέκκλινε ούτε λεπτό. Ο πατέρας στην κεφαλή, τα παιδιά δίπλα του και η μητέρα πηγαινοερχόταν αγχωμένη για να τα έχει όλα έτοιμα. Ζεστά, φρέσκα, το αλάτι, το πιπέρι, η σαλάτα, οι άσπρες χαρτοπετσέτες πάνω στο λινό φρεσκοπλυμένο τραπεζομάντηλο. Το πρώτο πιάτο με το αχνιστό φαγητό σερβιριζόταν πάντα, όμως πάντα, μπροστά στον αρχηγό της οικογένειας. Πριν τελειώσει το σερβίρισμα, ο πατέρας είχε ήδη δοκιμάσει την πρώτη πιρουνιά. Η μητέρα με αγωνία περίμενε τα σχόλια. Πάντα γινόταν κάποιο σχόλιο.
«Ανάλατο είναι. Δεν έβαλες αλάτι;»
Εμείς κοιταζόμασταν μεταξύ μας και αναμέναμε το ξέσπασμα.
«Μα καλά, τι έκανες όλη μέρα; Δεν μπορείς να φτιάξεις ένα φαγητό που να τρώγεται;»
Η μητέρα προσπαθούσε να δικαιολογηθεί, το φαγητό πάντα ήταν υπέροχο, ήταν πολύ καλή μαγείρισσα, «μα, αγάπη μου, δεν κάνει να τρως πολύ αλάτι» έλεγε και τα μάτια της βούρκωναν. Εμείς σιωπηλά τρώγαμε χωρίς να επεμβαίνουμε στην μεταξύ τους διαμάχη. Ποτέ δεν μπορούσα να τελειώσω όλο το φαγητό μου και άφηνα λίγο στην άκρη, ανακατεύοντας με βαρεμάρα τα απομεινάρια. «Τρώγε, όλο» έλεγε ο πατέρας μου με ύφος αυστηρό που δεν σήκωνε κουβέντα. Ήταν στρατιωτικός και η διαταγή έδινε και έπαιρνε μέσα στο σπίτι. Στρατιωτική πειθαρχία. Έκανα ότι έτρωγα, μέχρι να σηκωθεί από το τραπέζι.
Όταν πια σηκωνόταν (συνήθως το μεσημεριανό φαγητό σου καθόταν στο στομάχι από τους τσακωμούς) και η μαμά μάζευε τα πιάτα, μας έλεγε σιγά για να μην ακουστεί «πηγαίνετε στο δωμάτιό σας. Κάντε ησυχία γιατί ο πατέρας σας θα ξαπλώσει».
Εκκλησία το σπίτι. Κιχ δεν κάναμε. Κάποιες φορές που σαν κορίτσια μιλάγαμε μεταξύ μας και τα γέλια έφταναν στα αφτιά του, σηκωνότανε, έμπαινε στο δωμάτιο και οι τοίχοι έτρεμαν από τις φωνές του.
Από τον φόβο λουφάζαμε σαν τα σκυλάκια που τα έχουν κλωτσήσει.
Ο φόβος αυτός μας είχε κάνει να μην μιλάμε, να μην εκφράζουμε κάποιο παράπονο, να μην αντιδρούμε. Φοβόμασταν. Οι γονείς μας μετέφραζαν αυτό τον φόβο σε σεβασμό. Σεβασμός δια της τρομοκρατίας. Ακόμα και σήμερα η μητέρα μου λέει στα παιδιά μου «Όταν η μητέρα σας ήταν μικρή δεν έβγαζε γλώσσα. Μας σέβονταν».
Μεγαλώσαμε, γίναμε έφηβες. Το αυταρχικό, καθεστώς συνεχιζόταν. Γινόταν πιο επίπονο όσο συνειδητοποιούσαμε ότι τίποτα δεν θα άλλαζε παρόλο που πλέον πηγαίναμε Λύκειο. Ήμασταν καλά παιδιά, καλές μαθήτριες, ακούγαμε τους γονείς μας. Η αδελφή μου, δεν άντεξε και επαναστάτησε. Άρχισε να κάνει κοπάνες από το φροντιστήριο, από το σχολείο.
Ένα απόγευμα που είχε φροντιστήριο, κάτω στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία Κάνιγγος είπε ο πατέρας μου «θα πάω να την πάρω να μην αργήσει. Κάνει και κρύο που να τρέχει με τα λεωφορεία».
Μετά από μια ώρα επιστρέφει χωρίς την αδελφή μου. Ήταν η φορά που είχε κάνει κοπάνα για να βγει με τις φίλες της. Ο πατέρας μου δεν την άφηνε να ξεμυτίσει από το σπίτι ούτε τα Σαββατοκύριακα. Έξαλλος μέσα στο σπίτι φώναζε στην μητέρα μου «εσύ την έκανες έτσι, τώρα που θα έρθει θα δεις τι θα πάθει». Η μητέρα μου δεν έλεγε κουβέντα. Είχε χλομιάσει γιατί ήξερε. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε η αδελφή μου. Αισθάνθηκε αμέσως την βαριά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Την πλησίασε ο πατέρας μας και την ρώτησε «που ήσουν;» ερώτηση παγίδα.
Αυτή δυστυχώς έπεσε στην φάκα, δεν υπήρχαν τότε κινητά τηλέφωνα για να την ενημερώσουμε για την κατάσταση, και απάντησε «στο φροντιστήριο». Της έδωσε τόσα χαστούκια που έκλαιγα εγώ από τον πόνο. Της φώναζε, την χτύπαγε και κανείς δεν μπορούσε να επέμβει. Η μητέρα μου θεατής. Εγώ τρομοκρατημένη χώθηκα πίσω από μια πολυθρόνα. Ακόμα υπάρχει αυτή η πολυθρόνα στο πατρικό μας. Η αδελφή μου έκλαιγε με λυγμούς «μη μπαμπά, μη μπαμπά» παρακαλούσε.
«Φύγε να μην σε βλέπω, ψεύτρα, αλήτισα» της είπε και την παράτησε επιτέλους.
Εκείνη κλείστηκε στο δωμάτιό της και δεν ξαναβγήκε, παρά την επόμενη ημέρα για το σχολείο. Περπατούσαμε μαζί για το σχολείο και στο δρόμο μου είπε «δεν με νοιάζει που με έδειρε, εγώ θα ξανακάνω κοπάνα, και όταν τελειώσω το Λύκειο θα φύγω από το σπίτι».