Ίσως ο πιο άμεσος τρόπος για να μιλήσουμε στα παιδιά για τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας είναι οι «μικρές» ανθρώπινες, προσωπικές εμπειρίες. Το διήγημα «Ο παππούς λέει ιστορίες» από τον «Ήλιο με Μουστάκια» της Μελίνας Σιδηροπούλου (εκδ. Καλειδοσκόπιο) είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Πρόκειται για την αφήγηση του παππού της κεντρικής ηρωίδας, της Μαρίνας, ο οποίος της εξιστορεί τι του συνέβη προσωπικά στο Μέτωπο.
Ο «Ήλιος με μουστάκια» είναι ένα coming of age μυθιστόρημα που αποτελείται όμως από επί μέρους αυτοτελείς, μικρές ιστορίες. Το βιβλίο που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού- Νεανικού βιβλίου, το Βραβείο IBBY για Πρωτοεμφανιζόμενη Συγγραφέα, όπως και το βραβείο του Αναγνώστη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό βράβευσης της Κριτικής Επιτροπής του Κρατικού Βραβείου: «ο Ήλιος με μουστάκια αποτελείται από 26 σύντομες ιστορίες γραμμένες σουρεαλιστικά και με αφαιρετικό τρόπο∙ ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους είναι η ματιά της έφηβης κοπέλας. Για την Μαρίνα, το γεγονός του διαζυγίου των γονιών της αποτελεί μια τραυματική κατάσταση που βιώνεται είτε με επιθετικότητα είτε με αντιπαλότητα αλλά και συμπάθεια προς την αδελφή της ή, κυρίως, με την προσπάθεια αποδόμησης της πραγματικότητας. Σε αυτή την κάπως διαταραγμένη σχέση της με την πραγματικότητα, συχνά το συναίσθημα υπερχειλίζει και η ανάγκη για τρυφερότητα μπορεί να εκφραστεί με τρόπο συγκλονιστικό, όπως στην ιστορία με το γάτο της, που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο, ή στην πολύ λακωνική διήγηση για τη γέννηση του παιδιού της αδελφής της. Στις ιστορίες, βλέπουμε αυτά που συμβαίνουν στον εσωτερικό κόσμο μιας έφηβης, αλλά υπάρχουν και στιγμιότυπα ιστορικά: από τον πόλεμο στην Αλβανία ή, πολύ πιο πρόσφατα, από την Ιστορία της διαφήμισης. Η πραγματικότητα, τωρινή και παρελθούσα, περιγράφεται αποσπασματικά, με την εσωστρέφεια μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης, για να συντεθεί έτσι μια πολύ μοντέρνα γραφή».
Ακολουθεί το διήγημα:
Ο παππούς λέει ιστορίες
«Περπατούσαμε μέρες στα χιονισμένα βουνά. Τα ρούχα μας ήταν μούσκεμα και τα πόδια μας κοκαλωμένα από το κρύο. Παπούτσια σκισμένα, μουλιασμένες κάλτσες και κρυοπαγήματα. Σέρναμε τους σάκους μας με τις τελευταίες προμήθειες και ψάχναμε ένα μονοπάτι να μας βγάλει από τον εφιάλτη. Να βγούμε στην πόλη, να βρούμε λίγο φαγητό και ζεστασιά.
Είδα το σώμα του από μακριά. Από τη στολή κατάλαβα πως ήταν Ιταλός.
Ήταν νεκρός. Ένας νεκρός που όσο τον πλησιάζαμε γινόταν άνθρωπος. Οι αρβύλες του έλαμπαν στο χιόνι, σχεδόν ανέγγιχτες. Δεν ήταν σωστό, σίγουρα δεν ήταν σωστό, όμως τα πόδια μού έριχναν σουβλιές ως τη μέση κι έπειτα άρχισαν να μουδιάζουν. Δεν τα ένιωθα πια.
Άφησα τον σάκο καταγής και τον πλησίασα. Ετοιμαζόμουν να του βγάλω τις αρβύλες και να τις φορέσω, όταν άκουσα μια φωνή αχνή να μου λέει «gracia, fratello»*. Ζούσε. Νόμιζε ότι πήγα για να τον βοηθήσω. Έκατσα κάτω, δίπλα του, του κράτησα το χέρι και τον χάιδεψα στα μαλλιά. Ύστερα από λίγο, το βλέμμα του χάθηκε. Άφησα τις μπότες του εκεί, να φυλάνε τα πόδια του. Σαν να είχε σημασία».
*Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το βιβλίο εδώ: Ήλιος με Μουστάκια