Όταν φεύγει για τον παιδικό σταθμό, θέλω να μπω στην τσάντα της. Είναι μόλις 3 ετών, φοράει τα παπουτσάκια της, βάζει τη ζακέτα της και προχωράμε προς το σχολείο. Την αφήνω, όπως κάνω εδώ και ενάμιση μήνα, στην πόρτα του σχολείου και πιάνει τη δασκάλα από το χέρι.
Θα φάει σήμερα; Θα παίξει με τα άλλα παιδιά; Τι θα της πει η δασκάλα; Θα της μιλήσουν όμορφα; Μήπως κάποιο παιδάκι την ενοχλήσει ή μήπως κάποιος μεγάλος. Δεν θέλω να το σκέφτομαι.
Όσοι μήνες και να περάσουν δεν θα φύγουν αυτές οι σκέψεις. Γιατί εγώ να είμαι εδώ κι εκείνη εκεί. Τι κάνει; Με χρειάζεται;
Θέλω να μπω στην τσάντα της για να βλέπω όσα κάνει. Δεν μου λέει τίποτα όταν επιστρέφει. Κι εγώ θέλω να τα ξέρω όλα με λεπτομέρειες. Πώς της είπε η δασκάλα να πιάσει το πιρούνι, αν της φώναξε κι εμένα μου το παίζει καλή. Αν έκανε μια καινούρια φίλη και χάρηκε. Αν κατάφερε να θυμηθεί όλο το τραγουδάκι απέξω. Αν έκανε γυμναστική σήμερα ή κρύωνε όταν έβγαλε τη ζακέτα.
Θέλω να μπω στην τσάντα της για να την προστατεύω. Αν την πειράξει κάποιος θα βγω σαν αρκούδα με ορμή και θα γίνω ασπίδα της. Αν στεναχωρεθεί θα έχει τη δική μου αγκαλιά. Κι αν ντραπεί για κάτι θα έχει εμένα να την καθησυχάσω.
Δεν χωράω όμως στην τσάντα της. Δεν χωράω στον παιδικό σταθμό. Η θέση μου είναι εδώ. Ο ρόλος μου είναι να της δείξω εμπιστοσύνη. Ακόμα και σε αυτή την ηλικία. Το ξέρω το παιδί μου. Θα τα καταφέρει. Θα ζητήσει κάτι όταν το χρειαστεί. Θα ζητήσει βοήθεια. Θα στεναχωρεθεί αλλά θα έρθει στην αγκαλιά μου το απόγευμα κι ας μην μου πει γιατί. Θα τα συζητήσουμε όλα πριν κοιμηθεί. Όσο πηγαίνει στον παιδικό σταθμό θα μάθει να στηρίζει τον εαυτό της σαν να ήμουν κι εγώ εκεί δίπλα της. Με όλα τα εφόδια που της έχω δώσει. Κι όταν επιστρέφει σπίτι θα ξέρει πάντα ότι θα έχει αγάπη κι αγκαλιά. Ακόμα κι όταν η τσάντα της θα είναι τόσο μικρή που θα χωράει μόνο τα κλειδιά του δικού της σπιτιού. Άντε και το κινητό της για να με παίρνει τηλέφωνο. Γιατί και τότε και πάντα θα θέλω να μπαίνω στην τσάντα της, όση εμπιστοσύνη κι ας της έχω.