Έχω να το λέω. Χαμηλόφωνα, αλλά έχω να το λέω. Ε, ναι λοιπόν! Βγήκα Σάββατο βράδυ έξω για ποτό. Σσσστ! Ιδέα των «παντός καιρού» μου ήταν, για να θυμηθούμε λέει τα παλιά. Και θα με ρωτήσεις, τι σημαίνει «παντός καιρού;». Θα σου πω. Ή μάλλον θα σε πάω. Πίσω, εκεί που αφήσαμε τα δεκαέξι. Τότε, που για εκείνο το ένα σαββατόβραδο το μήνα και το «μία παρά είκοσι, το αργότερο», κάναμε διακανονισμούς ζωής με τους γονείς μας.
Βρισκόμαστε στο σπίτι της Χριστίνας, νωρίς, απόγευμα Σαββάτου. Τα λιπ γκλος στις τσέπες των τζιν. Τα «εσύ μόνο κόκα κόλα να πιεις» των γονιών ξεχασμένα στο σπίτι. Εκατό φορές αλλάξαμε ρούχα, εκατό φορές φτιάξαμε τα μαλλιά μας από την αρχή. Το δωμάτιο μύριζε anais anais, μέχρι λιποθυμίας. Κολλημένη με σελοτέιπ κιτρινισμένο στον τοίχο η αφίσα του Matt Dilon από το Rebel. Οι δίσκοι χωρίς εξώφυλλα ανακατεμένοι στο πάτωμα. Καθαρίζουμε τη βελόνα στο πικάπ. Cindy Lauper, She Bop. Χοροπηδάμε πάνω στη μοκέτα αγκαλιά, δεμένες με αλυσίδες παντός καιρού. Ορκιζόμαστε να μην χωρίσουμε ποτέ, ό,τι και να γίνει. Τις αγαπώ πολύ.
Στις δέκα ακριβώς το ταξί περιμένει έξω από το σπίτι. Στριμωχνόμαστε και οι τέσσερις στο πίσω κάθισμα. Η μαμά της Χριστίνας εξηγεί στον οδηγό κάτι από το ανοιχτό παράθυρο. Ο θόρυβος της μηχανής με ντίζελ σκεπάζει το The River από το ξεχασμένο βινύλιο στο πικάπ, που ακούγεται από την ανοιχτή εξώπορτα. Γυρνάμε και τη χαιρετάμε από το πίσω τζάμι. Βάζουμε από το ίδιο λιπ γκλος με γεύση φράουλα. Το στομάχι δεμένο κόμπο. Φοράω το μακό με τον Springsteen, κάτω από το φαρδύ δερμάτινο μπουφάν. Στη μια τσέπη τσίχλες και στην άλλη λεφτά «μόνο για κόκα κόλα». Η Αθηνά φοράει πουκαμίσα με βάτες και κολάν μαύρο. Κατεβαίνουμε την Κηφισίας. Μιλάμε όλη την ώρα ψιθυριστά για αγόρια και γελάμε.
Στο χέρι μου ιδρωμένο το χαρτάκι με τα γράμματά σου.
Ό,τι έγραφε το είχα μάθει απέξω. Το είχαμε μάθει όλες απέξω. Η Ξένια μου το παίρνει από το χέρι, το ακουμπάει στην καρδιά της και φιλάει τον αέρα. Γελάμε ξανά. Ο ταξιτζής βάζει ραδιόφωνο. Έχει μια μαγνητοσκοπημένη εκπομπή της Μαρίας Ρεζάν. Φανάρι. Ακούω τη βραχνή φωνή και χαζεύω τα νούμερα που αλλάζουν στην ταρίφα.
Στο διπλανό αυτοκίνητο ο αδελφός του Νίκου. Κολλάμε τις μούρες στο δεξί τζάμι. Born in the USA στη διαπασών. Μας βλέπει. Χαμογελάει και ξεκινάει σπινιάροντας. Ο ταξιτζής κουνάει το κεφάλι μειδιώντας. Βάζουμε τα χέρια μπροστά από το στόμα για να κρύψουμε ότι γελάμε. Μας κοιτάει από τον καθρέφτη. Φτάνουμε. Ταχυκαρδία. Το χαρτάκι μου. Βγάζει δεξί φλας και καβαλάει το πεζοδρόμιο έξω από την Αυτοκίνηση. Σταματάει και ανάβει το φωτάκι μπροστά από τον καθρέφτη. Πληρώνουμε. Τα δερμάτινα καθίσματα μυρίζουν έντονα. Βγαίνουμε όλες από τη δεξιά πόρτα.
Έξω, κόσμος πολύς. Ουρά για να μπουν μέσα. Ψάχνουμε τον Νίκο, γιατί ο πορτιέρης είναι φίλος του. Πόρτα δεν είχαμε φάει ποτέ. Μπαίνουμε παρακάμπτοντας άλλους. Μας κοιτάνε. Μέσα να μην πέφτει καρφίτσα. Δαγκώνω τα χείλη. Γεύση φράουλα. Σπρώχνουμε και μας σπρώχνουν. Αναπαράγω, μιμούμενη τη μάνα μου με τρομερή επιτυχία, το «αν πιάσει καμιά φωτιά εκεί μέσα, θα καούν όλα σαν τα ποντίκια» και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Σε ψάχνω. Κάτι μου λέει η Ξένια. Ο δυνατός ήχος κάνει το πάτωμα να τρίζει. Δεν την ακούω. Κρατάω το χέρι της σφιχτά και προχωράμε. Ο διπλανός μου σηκώνει το χέρι με το αναμμένο τσιγάρο για να περάσουμε, χωρίς να μας κάψει. Ζέστη πολλή. Ο Πέτρος μας κάνει νόημα. Έχει πάντα το ίδιο τραπέζι. Εμείς δεν θέλουμε να κάτσουμε. Παρατάμε τα μπουφάν, για να χαθούμε μέσα στον κόσμο. Τα πρώτα σφηνάκια Β52 σκάνε στα άδεια στομάχια σαν χειροβομβίδες. Χοροπηδάμε σαν τρελές.
Χάνω το χαρτάκι σου.
Σταματάω και κοιτάζω στο πάτωμα. Με τραβάνε. Σηκώνω το κεφάλι και σε βλέπω απέναντί μου. Όσα έβλεπα, άκουγα, μύριζα και ένιωθα εκείνο το βράδυ γέμιζαν τα κουτάκια στη μνήμη μου και το ήξερα.
«Γεια», λες.
Τις βλέπω από πίσω σου να σχηματίζουν καρδιές με τα χέρια και να αγκαλιάζουν τον αέρα, χορεύοντας δήθεν ερωτευμένα. Φοβάμαι μήπως γυρίσεις και τις δεις. Θυμώνω. Βάζει το The River. Με τραβάς από το χέρι και χορεύουμε αγκαλιά. Φοράς άρωμα. Οι σόλες των παπουτσιών μου κολλάνε στα χυμένα ποτά στο πάτωμα. Αποτσίγαρα πατημένα παντού. Τα τραγούδια αλλάζουν. Τα φωτορυθμικά μαλακώνουν.
Η Χριστίνα μου κάνει νόημα δείχνοντας στο γυμνό καρπό της τη θέση του ρολογιού. Δώδεκα και μισή. Πρέπει να φύγουμε.
«Γεια, να σε πάρω τηλέφωνο αύριο;», ρωτάς και σου γνέφω ναι.
Ψάχνω το μπουφάν μου. Βγαίνουμε έξω στο κρύο με τις τσίχλες στο στόμα. Ο μπαμπάς μου περιμένει στο parking μέσα στο αυτοκίνητο νυσταγμένος. Φοράει παλτό πάνω από πιτζάμες. Με εξοργίζει αυτό.
«Ναι, κύριε Γιώργο, μόνο κόκα κόλα ήπιαμε», τον διαβεβαιώνει η Αθηνά και εγώ σκέφτομαι μόνο εσένα.
Κυριακή πρωί ξυπνάω αργά. Τη Δευτέρα γράφουμε Φυσική. Ο νόμος της βαρύτητας μου πλακώνει την αναπνοή και παίρνω τηλέφωνο τη Χριστίνα. Μιλάμε μία ώρα. Η μαμά φωνάζει για φαγητό. Δεν κατεβαίνει μπουκιά. Η κασέτα του Springsteen, με τα πολλά, χάλασε. Τυλίγω την ταινία με το bic. Χτυπάει το τηλέφωνο. Πετάγομαι. Προλαβαίνει η μαμά. Την κοιτάζω στα μάτια. Είναι μια φίλη της. Κλείνομαι ξανά στο δωμάτιό μου. Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου πάνω από το πάπλωμα. Κοιτάζω το ταβάνι. Περιμένω. Μιλάει ακόμα. Αν παίρνεις τηλέφωνο, δεν θα μπορείς να πιάσεις. Το κλείνει επιτέλους. Χτυπάει αμέσως μετά και είσαι εσύ. Μιλάμε για δέκα λεπτά και μετά αναλύω τα πάντα με την Ξένια, για μία ώρα. Διαβάζω μέχρι αργά.
Τη Δευτέρα, την ώρα των αρχαίων, ζωγραφίζω καρδούλες στο βιβλίο μου.
Στα διαλείμματα όλες οι συζητήσεις με τις «παντός καιρού» μου, μόνο για εσένα. Τέταρτη ώρα Φυσική. Γράφω καλά. Περιμένω το σχολικό το μεσημέρι, για να βγάλω τα walkman από την τσάντα και να ακούσω το The River εκατό φορές. Το βράδυ θα κοιμηθώ πάλι με τα ακουστικά στα αυτιά…
Τρεις η ώρα τα ξημερώματα. Κλείνω την πόρτα και πετάω τα κλειδιά στο τραπέζι. Ανοίγω το λάπτοπ και ψάχνω το The River στο youtube. Το βρίσκω και το ανεβάζω στο facebook. Ανοίγω καινούριο αρχείο και τριάντα χρόνια μετά, σου γράφω το δικό μου «χαρτάκι».
Διαβάστε επίσης:
Μαμάδες που δεν αντέχονται με τίποτα
Συγγνώμη που έκανα παιδί – και δεν είμαι πια αυτή που ήξερες