Η μητρότητα είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού, ιδίως σε συντηρητικές κοινωνίες, όπως η ελληνική. Πολλές κουλτούρες εκθειάζουν και κυρίως εξωραΐζουν τη μητρότητα ως τη σημαντικότερη αποστολή και εμπειρία στη ζωή μίας γυναίκας. Είναι όμως έτσι; Και ισχύει για όλες τις γυναίκες; Αρκετές μητέρες σήμερα νιώθουν εξαπατημένες από τα “διαφημιστικά τρικ” της κοινωνίας που τις παρέσυραν κατά κάποιο τρόπο σε ένα ταξίδι που τελικά δεν ήταν δικό τους.
Ακόμη και αν δεν πολυσυμπαθείς τα παιδιά, όλοι θα σπεύσουν να σου πουν «ναι, αλλά το δικό σου θα το λατρέψεις, θα δεις». Υπάρχουν γυναίκες ερωτευμένες με αυτό που κάνουν -ας πούμε ζωγράφοι, επιχειρηματίες, επιστήμονες- νιώθοντας πως για εκείνες αυτή είναι η αποστολή τους. Όχι, κάνουν λάθος θα σου πουν όλοι, γιατί ακόμη δεν έχουν γνωρίσει τη μητρότητα. Και δεν χωρεί βέβαια αμφιβολία πως για τους Μεσογειακούς λαούς (και όχι μόνο) αξία και εξουσία θα αναγνωριστεί σε μια γυναίκα παμψηφεί μόνο αν γίνει μάνα.
Οι «εργένισσες», όσες δεν έχουν παιδιά -ακόμη και αν δεν θέλησαν ποτέ να κάνουν- βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο. «Εγωίστριες», «ανώριμες», κατά κάποιο τρόπο λειψές κι ανολοκλήρωτες. Πολίτες β’ κατηγορίας, τέλοσπαντων, που οφείλουν κάθε φορά να αιτιολογούν την απόφαση τους.
Ας μην ξεχνάμε και τις δηλώσεις του αντιπρόεδρου του Ντόναλντ Τραμπ, του JD Vance, ότι το να μην έχεις «παιδιά στη ζωή σου» κάνει τους ανθρώπους «δυστυχισμένους» και «κοινωνιοπαθείς».
Ωστόσο, ένας αυξανόμενος αριθμός Αμερικανών επιλέγει να μην αποκτήσει παιδιά, με το ποσοστό των ενηλίκων κάτω των 50 ετών που δηλώνουν ότι είναι απίθανο να αποκτήσουν παιδιά να αυξάνεται από 37% το 2018 σε 47% το 2023, σύμφωνα με το Pew Research Center. Το 57% των ερωτηθέντων που είναι απίθανο να κάνουν παιδιά, δηλώνουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή απλώς δεν τα θέλουν.
Μια τάση αυξανόμενη στις νέες γενιές που προτιμούν να έχουν το κατοικίδιο τους ως παιδί, παρά κανονικό παιδί. Μια τάση που βέβαια είναι πολυδιάστατη- αρκεί να αναλογιστεί κανείς το κόστος του να κάνεις και να μεγαλώσεις ένα παιδί μες στην παγκόσμια οικονομική ύφεση, όπως βέβαια και οι κλιματολογικές αλλαγές.
«Μετάνιωσα, γιατί δεν μπορώ να το πω δημόσια;»
Τι γίνεται όμως αν μετανιώσεις που έγινες μητέρα; Γιατί κανείς δεν μπορεί να μοιραστεί αυτή την εμπειρία; Γιατί κανείς δεν θέλει να την ακούσει; Οι μητέρες που μετάνιωσαν που έκαναν παιδί δεν σημαίνει ότι είναι κακές μητέρες ή ότι δεν αγαπούν τα παιδιά τους και δεν τα θέλουν. Είναι γυναίκες όμως που καταπιέστηκαν παίζοντας έναν ρόλο ξένο προς αυτές, που συνειδητοποίησαν ότι επέλεξαν λάθος μονοπάτι στη ζωή και μάλιστα ότι παραπλανήθηκαν ή πιέστηκαν πολύ από τρίτους. Και ναι, θα πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτή για αυτήν την παγίδα της κοινωνίας (του συστήματος, του καπιταλισμού, της πατριαρχίας- όλων) γιατί κάποιες από εμάς χάνουν για πάντα τον εαυτό τους και τη ζωή που ήθελαν.
«Μόλις έμεινα έγκυος, είπα: Θεέ μου, δεν θέλω να μείνω έγκυος», λέει μία εξ αυτών, η Τάνια σε συνέντευξη της στην εφημερίδα The Guardian. «Αλλά συνέχισα να σκέφτομαι πως: «Θα γεννήσω το μωρό και μετά θα είμαι μια χαρά»». Αυτό ήταν το δεύτερο της μωρό, που ήρθε απρογραμμάτιστα στη ζωή του ζευγαριού. Η ίδια είχε βιώσει επιλόχειο κατάθλιψη στην πρώτη εγκυμοσύνη και όπως είπε μάλλον δεν κατάφερε να επανέλθει εντελώς.
Η Τάνια ένιωσε να χάνει την ταυτότητα της με τη μητρότητα. Η δική της επιθυμία ήταν να ασχολείται με τη μουσική και να διδάσκει γιόγκα. Αλλά το ζήτημα ήταν κάτι πιο θεμελιώδες από αυτό: απλώς δεν ήθελε να γίνει μητέρα. Η Τάνια λέει ότι αισθάνεται ανόητη που πήρε μια τόσο μόνιμη, καθοριστική για τη ζωή της απόφαση, παρά τις αβεβαιότητές της.
Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία σχετικά με τη μητρική ή την πατρική λύπη. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις ότι οι μετανιωμένοι γονείς αποτελούν μια μειονότητα που αγωνίζεται με όσα αισθάνεται και κανείς δεν θέλει να κοιτάξει προς το μέρος τους.
Η έρευνα του Dr Piotrowski
Το 2023, ο Dr Konrad Piotrowski, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών SWPS στην Πολωνία, δημοσίευσε μια μελέτη σχετικά με τη γονική λύπη. Ο Piotrowski επέλεξε το θέμα επειδή, παρά το γεγονός ότι η γονεϊκότητα είναι «ένας από τους σημαντικότερους ρόλους που διαδραματίζουν οι ενήλικες», βρήκε πολύ λίγες προϋπάρχουσες έρευνες για το θέμα της λύπης, γεγονός που αποδίδει στη φύση του ταμπού.
«Αρκετά συχνά ακούω από τους συναδέλφους μου ότι δεν θέλουν να πιστέψουν ότι οι γονείς μπορούν να παραδεχτούν σε μια μελέτη ότι μετανιώνουν για την απόκτηση παιδιών», λέει ο Piotrowski. Όταν όμως απηύθυνε ένα κάλεσμα για να προσλάβει μητέρες και πατέρες που μετάνιωσαν για τη γονεϊκότητα, «επικοινώνησαν μαζί του δεκάδες άνθρωποι μέσα σε λίγες ημέρες».
Ο Piotrowski ανέπτυξε μια κλίμακα για τη μέτρηση της λύπης και την εφάρμοσε σε δύο ευρέως αντιπροσωπευτικές ομάδες δειγμάτων. Αυτό που βρήκε είναι ότι στις ανεπτυγμένες χώρες το 5% έως 14% των γονέων μετανιώνουν για την απόφασή τους να αποκτήσουν παιδιά και θα επέλεγαν την ατεκνία αν μπορούσαν να γυρίσουν το χρόνο πίσω. Η έκθεσή του αναφέρθηκε σε μια δημοσκόπηση της Gallup του 2013, η οποία ρώτησε Αμερικανούς γονείς άνω των 45 ετών πόσα παιδιά θα ήθελαν αν μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Από τους ερωτηθέντες, το 7% απάντησε ότι θα επέλεγε να μην έχει παιδιά.
Η ομάδα του Facebook “I Regretful Having Children” έχει 76.000 ανώνυμα μέλη, ενώ η ομάδα RegretfulParents του Reddit έχει 140.000 μέλη. Σε αυτά τα φόρουμ, γονείς με διαφορετικό υπόβαθρο μιλούν για το άγχος που σχετίζεται με την υγεία και την ευημερία των παιδιών τους, τα οικονομικά βάρη της ανατροφής τους, την κούραση και την έλλειψη υποστήριξης, την απώλεια του εαυτού τους και τον τρόπο με τον οποίο τίποτα από όσα κάνουν δεν είναι ποτέ αρκετό.
Οι μητέρες δεν επιτρέπεται να μετανιώνουν
Κι ενώ οι πατέρες επιτρέπεται κατά μία έννοια να βιώσουν γονική λύπη, οι κοινωνικές προσδοκίες δεν μπορούν εύκολα να συγχωρήσουν ή να κατανοήσουν μια μητέρα, όπως σημειώνει η Orna Donath, διδάκτωρ κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και στο Πανεπιστήμιο Ben Gurion του Negev, μεταξύ άλλων ιδρυμάτων, και συγγραφέας του βιβλίου Regretting Motherhood (2017): A Study.
«Υπάρχει η τάση να πιστεύουμε πως αν μια γυναίκα μετανιώσει για τη μητρότητα τότε θα είναι αμελής ή κακή μητέρα», σημειώνει η Donath.
«Αυτό είναι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα», προσθέτει. «Το να έχει μετανιώσει ένας γονιός δεν σημαίνει ότι κακοποιεί, παραμελεί ή δεν αγαπάει τα παιδιά του!».
Και οι 23 μητέρες με τις οποίες η Donath μίλησε προκειμένου να αναλύσει το θέμα, τόνισαν ότι δεν μετάνιωσαν για τα παιδιά τους, αλλά για τον ίδιο τον ρόλο της μητρότητας. Αρκετές ένιωσαν λύπη από τη στιγμή που έμειναν έγκυες και συνέδεσαν τα συναισθήματά τους με τη συνειδητοποίηση ότι η μητρότητα δεν ήταν κατάλληλη γι’ αυτές και όχι για τα παιδιά τους ως υπάρξεις.
«Μετανιώνω που έκανα παιδιά και που έγινα μητέρα, αλλά αγαπώ τα παιδιά που έχω… Δεν θα ήθελα ποτέ να μην είναι εδώ, απλώς δεν θέλω να είμαι μητέρα», εξηγεί η Charlotte, μια 44χρονη συμμετέχουσα στη μελέτη της Donath.
Η Έφι, μια 31χρονη ανύπαντρη μητέρα ενός μικρού παιδιού, μετάνιωσε λίγο καιρό μετά τη γέννα. «Όταν το μωρό μου ήταν δύο μηνών, είδα ένα μέλος της οικογένειας να κρατάει μια γάτα, παρόμοια με τον τρόπο που εγώ κρατούσα το μωρό μου. Ένιωσα ένα αίσθημα ζήλιας και κατάλαβα ότι είχα κάνει ένα σοβαρό λάθος. Εύχομαι να κρατούσα μια γάτα και όχι ένα μωρό», είπε.
Η ίδια όμως είπε ότι κατόρθωσε να γίνει καλή μητέρα παρά το γεγονός ότι δεν βρήκε χαρά σε αυτόν τον ρόλο. «Έχω εμπιστοσύνη ότι όσο καλύτερη δουλειά κάνω στη γονική μέριμνα όταν είναι μικρός, τόσο καλύτερη δουλειά θα κάνει ο ίδιος στο να είναι αυτάρκης όταν μεγαλώσει», λέει.
Μια μητέρα μπορεί επίσης να αναπτύξει εξαιρετικές γονεϊκές δεξιότητες παρά το γεγονός ότι αισθάνεται λύπη. «Είμαι καλύτερος άνθρωπος επειδή είμαι γονέας», λέει η Τάνια. «Η γονεϊκότητα με ανάγκασε να μην έχω μόνο τον εαυτό μου στο κέντρο της ζωής μου. Και μέσα από αυτό, έχω παρατηρήσει ότι έχω γίνει πιο συμπονετική. Είμαι καλύτερη ακροάτρια. Είμαι πιο υπομονετική, έχω περισσότερη ενσυναίσθηση. Και όλα αυτά σίγουρα τροφοδοτούνται από τη δουλειά του γονέα, γιατί πρέπει τουλάχιστον να προσπαθώ να κάνω καλά τη δουλειά μου».
Επειδή τα συναισθήματα και οι καταστάσεις δεν είναι άσπρο- μαύρο στη ζωή, η αγάπη και η λύπη δεν είναι απαραιτήτως αντίθετα, λέει ο Donath. Ανήκουν και τα δύο στην ανθρώπινη εμπειρία.