Είναι γεγονός. Έγινα η μάνα μου.
Έγινα όλα όσα υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα γίνω στα δικά μου παιδιά. Ή έστω μερικά από αυτά. Θυμάμαι τη μητέρα μου να παραφυλάει σαν το κούγκαρ πότε θα φύγω για το σχολείο. Να πετάγεται από μια γωνία, την ώρα που’φτανα στο κατώφλι της πόρτας και με βλέμμα–σκάνερ να μ’εξετάζει απ’τα μαλλιά ως τα παπούτσια.
– Για να σε δω…
Με έπιανε από τους ώμους, με έκανε περιστροφή 360 μοίρες, με επανέφερε στην αρχική ποζισιόν και άρχιζε την Ιερά Εξέταση. Έψαχνα κι εγώ με το κεφάλι σκυμμένο πάνω μου να δω τι βλέπει εκείνη που δεν βλέπω εγώ.
– Τι έχω; η αφελής ερώτηση.
– Τι έχεις;… Ρωτάς; Τα μαλλιά σου. Χτένισε, βρε κορίτσι μου τα μαλλάκια σου! Πώς είσαι έτσι ξεμαλλιασμένη σαν τη Γενοφέβα!
Κι έβγαζε από το πουθενά μια βούρτσα-πιρούνα για τα άχυρα και άρχιζε χραπ-χραπ να χτενίζει την φράντζα Μπόνι Τάιλερ – που είχα φάει μισή ώρα στον καθρέφτη με το πιστολάκι να φτιάξω – και να τρέχω πανικόβλητη γύρω από το τραπέζι να γλιτώσω.
– Μη το μαλλί! Έλα ρε μαμά! Μου το χάλασες… Άντε φεύγω, άργησα.
– Στάσου, περίμενε, δεν τελείωσα. Αυτό το τζιν το φοράς 37 ημέρες. Με επέμβαση θα στο βγάλουν στο τέλος. Βάλε άλλο και δώσέ μου το να το πλύνω, πέτρωσε από τη βρώμα.
– Εμένα αυτό μου αρέσει! Άσε με ήσυχη.
Δεν έμπαινε σε άχρηστους διαλόγους και διαμάχες. Με κοιτούσε με υψωμένο φρύδι κι αμίλητη περίμενε. Μάντεψε τη συνέχεια. Πήγαινα στην ντουλάπα μου ξεφυσώντας κι έβαζα άλλο τζιν. Γιατί δεν άντεχα να την ακούω. Γιατί η μανούλα πάντα νικάει. Και γιατί η μανούλα έχει πάντα δίκιο. Έβγαζα ατμούς από τα αφτιά και χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω μου, της φώναζα:
– Μη με πρήζεις όλη την ώρα! Εγώ δεν θα γίνω σαν κι εσένα στα δικά μου παιδιά!.
Είμαι σίγουρη τώρα πια, πως πίσω από την πόρτα, εκείνη γελούσε φωναχτά, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, σαν την Τασσώ Καββαδία. Την διασκέδαζα πολύ. Όπως με διασκεδάζουν σήμερα τα δικά μου παιδιά.
Εντάξει. Μπορεί να μην αναστατώνομαι όταν έρχεται ο μικρός με τρύπια ακόμα και τα μπαλώματα της φόρμας. Μικρός είναι, θα παίξει μπάλα και θα σκίσει και δέκα φόρμες. Μπορεί να μην τρελαίνομαι αν η μεγάλη, μια μέρα θα φάει σοκοφρέτα για μεσημεριανό, επειδή δεν της αρέσουν οι φακές. Θα τις φάει την επόμενη. Ή και ποτέ. Μπορεί να μην ταράζομαι όταν ο μικρός τρώει τούμπες γιατί ξέρω πια από τον ήχο του κλάματος αν έχει χτυπήσει σοβαρά ή με κοροϊδεύει. Επίσης, μπορεί να μη με πολυνοιάζει αν η μεγάλη δεν θέλει να πάει σχολείο χωρίς να είναι άρρωστη.
Όμως, ακολουθώντας τα χνάρια της μητέρας μου, τους έχω κάνει φασαρία, γιατί έχουν φτιάξει στο καθιστικό «σπιτάκι» με τα μαξιλάρια του καναπέ και από πάνω κουβέρτες και σεντόνια κι όλο τον Χυτήρογλου μαζί. Και τα έχουν παρατήσει βουνό μες τη μέση για να παίξουν / διαλύσουν κάτι άλλο. Έχω φρίξει που ο μικρός βάζει τα τραπεζάκια για τέρμα, βαράει σουτ κι όποιον πάρει ο Χάρος. Και γιατί υπέπεσα κι εγώ στην υπερβολή της ζακέτας με 28 βαθμούς, Μάη μήνα. Ναι, το έκανα κι αυτό. Κι ας τους έχω αφήσει με μαύρη καρδιά, και σε μικρότερες ηλικίες βέβαια, να δουν τη φυσική συνέπεια των πράξεών τους. Να κάνει ψοφόκρυο κι εκείνα να παίζουν στο πάρκο χωρίς μπουφάν γιατί βαριόντουσαν να το φορέσουν. (Εντάξει, για 3-4 λεπτά, το ομολογώ).
Γίνεσαι μητέρα κι η φωνή της δικής σου μητέρας παίζει σαν κασέτα στο μυαλό σου. Όλα όσα υποσχέθηκες στον εαυτό σου να μην κάνεις και να μην πεις. Όλα εκείνα τα καταπιεστικά, εκνευριστικά, πατερναλιστικά τα επαναλαμβάνεις, πλέον κι εσύ στα δικά σου παιδιά. Και με τις ίδιες, ολόιδιες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε η μάνα σου. Και με τον ίδιο τόνο φωνής.
– Από το σχολείο έρχεσαι. Πλύνε τα χέρια σου πριν κάτσεις στο τραπέζι να φας. Έχουν πάνω τους την Άρτα και τα Γιάννενα. Πόσες φορές θα το πω: δεν τρώμε με τα χέρια! Γουρούνι είσαι; Πότε θα πας για μπάνιο;
– Σε λίγο.
– Πέρασε το σε λίγο. Τώρα να πας, πήγε 10 πότε θα κοιμηθείς; Δεν θα ξυπνάς το πρωί και θα τρέχουμε πάλι.
– Πέσε επιτέλους για ύπνο που χοροπηδάς, πήγε 11.
– Μα δε νυστάζω.
– Καλά πέσε για ύπνο και μη νυστάζεις!
Ξέρω πια, πως όλα όσα τους λέω φτάνουν σαν θόρυβος στα αφτιά τους. Εκείνα θα κάνουν όσα οφείλουν να κάνουν ως παιδιά. Να μην συμφωνούν όποτε εγώ θέλω. Να με αμφισβητούν. Να βαριούνται να ακούν για 85η φορά την ίδια παρατήρηση, με τις ίδιες φράσεις και τον ίδιο τόνο φωνής. Κι εγώ οφείλω να αυτολογοκρίνομαι, να μην τα εξαντλώ με ανούσιες προστακτικές και εκνευριστικές παραινέσεις. Έχω μια μικρή κασέτα στο κεφάλι μου που τις περισσότερες φορές την έχω στο pause. Μερικές φορές, όμως, πατάω το play, γίνομαι η μητέρα μου κι επαναλαμβάνω τις σκηνές τις παιδικής μου ηλικίας.
Γιατί εκεί αισθάνομαι οικεία και ασφαλής. Γιατί νιώθω πως κάνω κάτι σωστά κι ας μην το κάνω.
Και γιατί όπως και να το κάνουμε, μόνο η μανούλα καταπιέζει καλύτερα.
Διαβάστε επίσης:
Αχ μαμά πότε θα μου πεις ένα «μπράβο»;
Μαμάδες που δεν αντέχονται με τίποτα