Μάνα, δεν σε ξέρω καθόλου.
Δεν προλάβαμε ποτέ να γνωριστούμε γιατί άλλοι αποφάσισαν για μας τις δυο.
Με πήραν από την αγκαλιά σου όταν ήμουν μωρό και με έβαλαν σε άλλη. Άδειασαν τα δικά σου χέρια και γέμισαν άλλα. Η δική σου δυστυχία, έδωσε ευτυχία.
Σαν να ήσουν δότης οργάνων. Χωρίς τη συγκατάθεσή σου.
Δεν ξέρω πως είναι να σου παίρνουν το παιδί. Φαντάζομαι σαν να σου κόβουν όλα τα μέλη και να σου ξεριζώνουν την ψυχή. Αλλά ακόμα και αυτά λίγα μου φαίνονται. Πρέπει να είναι πολύ χειρότερα. Και δεν μπορώ να κάνω υποθέσεις γι’ αυτά που δεν ξέρω, μάνα.
Γι’ αυτό, θα σου μιλήσω γι αυτά που ξέρω ή μάλλον γι΄ αυτά που αρχίζω να μαθαίνω.
Θα σου πω, πώς είναι να είσαι παιδί, κι ας έχεις πατήσει τα σαράντα καιρό τώρα, και να μαθαίνεις πως σε πήραν από τη μάνα σου. Είναι ένας τεράστιος θυμός, που δεν ξέρεις τι να τον κάνεις και προς τα πού να τον στρέψεις. Η απτή βεβαιότητα ότι είσαι ένα τίποτα που οι άλλοι αποφασίζουν για σένα και παράλληλα ένα ταξίδι που σε φτάνει στην άκρη του εαυτού σου…
Αρχίζω να σε γνωρίζω από την αρχή, και μαζί με σένα γνωρίζω και μένα.
Μαθαίνω ότι έχω τη φωνή σου, μιλάω όπως εσύ γρήγορα, λαχανιασμένα, πατάω τις λέξεις, σκοντάφτω πάνω τους και κουνάω τα χέρια μου έντονα, όπως έκανες κι εσύ. Έχω τη μύτη σου, τα στραβά σου δόντια και έναν τσαμπουκά που σε ρίχνει με φόρα στον γκρεμό. Μιλάω με όλους όσους αγάπησες και σε αγάπησαν και παλεύω να πλάσω εικόνες από τις ιστορίες που διηγούνται για να με φέρουν πιο κοντά σου.
Σε μαθαίνω από παλιές φωτογραφίες.
Σε παρατηρώ ώρες σε μία που είσαι μικρή καθισμένη σε κάτι χορτάρια, έξω από το σπίτι σου, σε άλλες να γελάς, σε άλλες να κυνηγάς ένα σκυλί και σε άλλες να δείχνεις κάτι ψηλά στον ουρανό. Δείχνεις ανέμελη, αθώα και ανυποψίαστη γι’ αυτό που θα σου συνέβαινε.
Σε φαντάζομαι μικρή, να παίρνεις την πρώτη σου κούκλα, να την νανουρίζεις, να την ταΐζεις, να την βάζεις για ύπνο, να παίζεις τη «μαμά της» όπως όλες το κάναμε κάποτε και να ονειρεύεσαι ότι αυτό το μωρό είναι αληθινό και είναι δικό σου.
Θαμπή απομίμηση μιας πραγματικότητας που δεν έζησες ποτέ.
Η μόνη μου επαφή μαζί σου, το μόνο χειροπιαστό πράγμα που μας ενώνει τώρα, ο μοναδικός ομφάλιος λώρος που δεν κόπηκε, είναι το γράμμα που άφησες πίσω σου, με ρητή εντολή «να βρείτε το παιδί».
Τελικά σε βρήκα εγώ.
Χρόνια πολλά.
Στην Όλγα.