Ένα απόγευμα, μόλις είχα επιστρέψει σπίτι μου, μου τηλεφώνησε η αδελφή μου και μου είπε να πάω αμέσως. Άκουσα τη φωνή της που έτρεμε. Ποτέ κανένας δεν είναι έτοιμος, όσο κι αν είναι προετοιμασμένος, για το τέλος. Μου φαινόταν ότι το ταξί καθυστερούσε στα φανάρια κι ο οδηγός δεν έτρεχε όσο έπρεπε. Έφτασα μαζί με το γιατρό. Την εξέτασε και μας είπε ότι έπρεπε να πάμε στο νοσοκομείο. Ειδοποιήσαμε το ασθενοφόρο και τηλεφώνησα στον άντρα μου να έρθει στο Ιπποκράτειο, το μοιραίο για μας νοσοκομείο.
Πήγαμε στα εξωτερικά ιατρεία, ήρθε η σειρά μας και της έκαναν μια ακτινογραφία θώρακος.
«Δεν είναι οξύ περιστατικό και δεν μπορούμε να την κρατήσουμε. Πρέπει όμως να την πάτε σε κάποια κλινική, γιατί θα χρειαστεί ορό και οξυγόνο».
Κάναμε μια μικρή κι όλο ένταση σύσκεψη. Η θεία μου, η γυναίκα του μικρότερου θείου μου, που ήταν εκεί, και η αγαπημένη φίλη της μαμάς μου μας είπαν ότι έτσι έπρεπε να κάνουμε. Αποφασίσαμε να την πάμε σε μια μικρή κλινική στην Κυψέλη που έπαιρνε τέτοια βαριά περιστατικά.
Περιμέναμε για μια ώρα μήπως βρεθεί ασθενοφόρο. Η μάνα μου καθόταν σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι. Είχε τα μάτια κάτω και περίμενε. Όταν καταλάβαμε ότι δεν επρόκειτο να βρεθεί ασθενοφόρο, πήραμε την απόφαση να την πάμε με το αυτοκίνητο του γαμπρού μου. Τη σήκωσε στα χέρια του και πήγε να τη βάλει στο κάθισμα.
«Πάρε με αγκαλιά», μου είπε και με αποτελείωσε.
Την έβαλε στα πόδια μου. Την αγκάλιασα και την ένιωσα να τρέμει σύγκορμη. Τα μαλλάκια της είχαν κολλήσει απ’ τον ιδρώτα της αγωνίας.
Εκείνη η ημίωρη διαδρομή με τη μάνα μου στην αγκαλιά μου δε σβήστηκε ποτέ από μέσα μου. Σαν ετοιμοθάνατο πουλάκι ήταν. Παραιτημένο και μ’ ακουμπισμένο το κεφάλι στον ώμο μου.
Όταν φτάσαμε στην κλινική, κόντευε έντεκα η ώρα. Ο νυχτερινός γιατρός, ένας γλυκύτατος Παλαιστίνιος, την ακροάστηκε κι αναστέναξε. Μας εξήγησε απελπισμένος και με σιγανή φωνή ότι είχε πάθει πνευμονικό οίδημα. Τη νύχτα έμεινε μαζί της η θεία μου και συμφωνήσαμε να πάω το πρωί στις εφτά. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ και έξι ώρα ήμουν εκεί.
Η θεία μου έφυγε κι έμεινα μόνη μαζί της. Στα διπλανά κρεβάτια ήταν δυο γριούλες. Η μία κοιτούσε με απλανές βλέμμα το ταβάνι. Η άλλη παραμιλούσε από άνοια. Μου έδειχνε τον κήπο της με τις νεραντζιές –που ήταν στην πραγματικότητα οι κόμποι της κουβέρτας της– και μου έλεγε να προσέχω γιατί εκεί, ανάμεσα στα δέντρα, κρυβόταν ένας κακός ανιψιός της.
Δεν είχα όρεξη για κουβέντες. Η μάνα μου ήταν σχετικά ήσυχη. Το μεσημεράκι ήρθε μια φίλη της να τη δει και βρήκα την ευκαιρία να βγω να ψωνίσω ορισμένα απαραίτητα πράγματα.
Μόλις επέστρεψα, είδα τη φίλη ταραγμένη. «Έλα», μου είπε. «Όλη την ώρα φώναζε “Θέλω τα παιδιά μου, θέλω τα παιδιά μου”».
«Μαμά», της ψιθύρισα, «εδώ είμαι». Κούνησε ήσυχη το κεφάλι της.
Έφυγε η φίλη για να ξανάρθει το απόγευμα. Η μάνα μου έμεινε για λίγο ήρεμη και μετά άρχισε να παραμιλά. Στην αρχή καταλάβαινα τις λέξεις, μετά από λίγο όμως άρχισαν να βγαίνουν άμορφες απ’ το στόμα της. Όσο περνούσε η ώρα, ο ρυθμός του παραμιλητού γινόταν πιο γρήγορος, σχεδόν πυρετώδης.
«Ήσουνα παλληκάρι αλλά…» ξεχώρισα πεντακάθαρα τη φράση που ξεστόμισε.
Νόμισα η χαζή, η αφελής, ότι απευθυνόταν σ’ εμένα και μου έδινε τα εύσημα που είχα σταθεί κοντά της. Γρήγορα κατάλαβα ότι μιλούσε στον εαυτό της. Κι ότι ήξερε πως έφευγε… Έβλεπα τα μάτια που ήταν μισάνοιχτα να κινούνται γρήγορα. Σαν να παρακολουθούσε κάτι που εξελισσόταν μπροστά της κι είχε μεγάλη ταχύτητα. Της χάιδευα το χέρι και της μιλούσα σιγανά, γιατί έτσι νόμιζα ότι έπρεπε να κάνω. Μπήκε στο θάλαμο μια μεγάλης ηλικίας νοσοκόμα.
«Τράβηξε το χέρι σου, παιδί μου», μου είπε τρυφερά. «Δεν την αφήνεις να φύγει».
Τρόμαξα τόσο, που πήγα και τηλεφώνησα στον άντρα μου και του είπα να έρθουν όλοι. Μου φάνηκε αιώνας το τέταρτο που έκαναν να έρθουν. Μπήκαν μέσα ωχροί σαν φαντάσματα. Τα χαρακτηριστικά της μάνας μου ήταν τώρα τραβηγμένα. Δε μιλούσε, δεν επικοινωνούσε. Μόνο ανάσαινε αργά και με κόπο. Ήταν αυτό που λέμε ο ρόγχος του θανάτου. Όλων τα μάτια ήταν καρφωμένα στα χείλη της, στην ανάσα που έβγαινε όλο και πιο αργή. Μέχρι που κάποια στιγμή δεν ξαναβγήκε. Σταμάτησε κι η δική μας. Περιμέναμε. Και μ’ έναν τελευταίο αναστεναγμό, που ήρθε με καθυστέρηση, έφυγε.
Στην κηδεία ήρθαν όλοι. Φίλοι και συγγενείς απ’ τη Σύμη και γείτονες απ’ την Κυψέλη. Άγνωστοί μας άνθρωποι μας πλησίαζαν και μας έλεγαν πόσο τους είχε εξυπηρετήσει και τους είχε συμπαρασταθεί. Έκπληκτη άκουσα μια φίλη, που είχα να δω πολλά χρόνια, να μου αποκαλύπτει ότι στη διάρκεια της χούντας η μάνα μου είχε κρύψει τον άντρα της για καιρό σ’ ένα υπόγειο της πολυκατοικίας.
«Είχε κοινωνική συνείδηση», μου είπε η φίλη και μ’ αυτή τη φράση μού αποκρυπτογράφησε όλη τη ζωή της μάνας μου.
Ήταν μια τελετή με εκπλήξεις. Όταν έφτασε η στιγμή του ενταφιασμού, στεκόμασταν όλοι γύρω απ’ το φέρετρο. Δεν ήθελα να το ανοίξουν. Ήθελα να τη θυμούνται όλοι όπως ήταν στα καλά της. Όμορφη και ζωηρή.
Απέναντί μου στέκονταν τρία γεροντάκια. Ο Γιάννης, ο Γιώργος και ο Άλκης. «Οι τρεις σωματοφύλακες της Αλεξάνδρειας». Σε άθλια κατάσταση όλοι τους. Ο Άλκης ξέφυγε απ’ τους άλλους και απαίτησε ν’ ανοίξουν το φέρετρο. Προσπάθησα να του πω να μην το κάνει. Μ’ έκοψε με μια απότομη κίνηση. Το άνοιξαν. Ο Άλκης έσκυψε, της χάιδεψε τα μαλλιά με μεγάλη τρυφερότητα, τη φίλησε και της είπε:
«Αντίο, Μαριώ μου. Αντίο, Αλεξάνδρεια».
«Αντίο, μαμά», ήταν η δική μου τελευταία φράση, που δεν τόλμησα να ξεστομίσω.
Θέλω να τη σκέφτομαι και να τη φαντάζομαι μικρή, κάτω απ’ το φανοστάτη, όταν ήρθαν τα ηλεκτρικά στη Σύμη. Τη βλέπω να γυρίζει γύρω γύρω κυνηγώντας τη σκιά της, όπως η γάτα που προσπαθεί να πιάσει την ουρά της. Ζαλίστηκε και στάθηκε. Τα φώτα της προκυμαίας έκαναν τρελούς κύκλους γύρω της. Η καρδιά της χτυπούσε με δύναμη. Καταλάβαινε ότι ζούσε κάτι μοναδικό, ότι ήταν μια κουκκίδα σε μια ιστορική στιγμή. Κι όταν συνήλθε από τη ζαλάδα και τα πράγματα πήραν την κανονική τους διάσταση, δεν της άρεσαν. Τα προτιμούσε τρελά και κινούμενα, όπως ήταν πριν. Άρχισε να τρέχει πάλι γύρω απ’ το φανοστάτη κι έπειτα ζαλισμένη και παραπαίουσα στάθηκε κι έβλεπε τα φώτα να δίνουν παράσταση μόνο για κείνη.
«Ένα κοριτσάκι τρελάθηκε», φώναξε κάποιος.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου, «Έρως, Θέρος, Πόλεμος», εκδ. Καστανιώτη